- κνώδαλο(ν)
- τό1) бран. скотина, бесчувственный человек; 2) бран. никчёмный, никудышный человек; 3) уст. скот, животное
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κνώδαλο — το άνθρωπος ανάξιος και τιποτένιος, ανθρωπάριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινώθαλον — κινώθαλον, τὸ (Α) κνώδαλο* … Dictionary of Greek
κναδάλλω — (Α) ξύνω, κνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα κναίω, κνώδαλο και ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *kenә d τής ΙΕ ρίζας *ken «ξύνω», τής οποίας εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *kn d ] … Dictionary of Greek
ποδοσέρνω — και ποδοσύρω ποδόσυρα, ποδοσύρθηκα, σέρνω κάποιον πιάνοντάς τον από τα πόδια: Φεύγα απ την πόρτα, κνώδαλο, να μη σε ποδοσύρω (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)